αιμοδιψία

αιμοδιψία
η жажда крови;
кровожадность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αιμοδιψία" в других словарях:

  • αιμοδιψία — η [αιμόδιψος] δίψα για αίμα, αγριότητα, απανθρωπιά, αιμοβορία …   Dictionary of Greek

  • αιμόδιψος — αἱμόδιψος, ον (Α) ο αιμοδιψής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + δίψα. ΠΑΡ. νεοελλ. αιμοδιψία] …   Dictionary of Greek

  • μιαιφονία — η (ΑΜ μιαιφονία) [μιαιφόνος] 1. η πράξη τού μιαιφόνου, μιαρός φόνος 2. μόλυνση τών χεριών που οφείλεται σε μιαρό φόνο αρχ. 1. ενοχή από μιαρό φόνο 2. αιμοδιψία, το αιμοχαρές …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»